-
1 παπταίνω
A look about one with a sharp, searching glance,πάντοσε παπταίνων, ὥς τ' αἰετός Il.17.674
;δεινὸν π., αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς Od.11.608
, cf. Il.13.551, etc.;πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί Od. 22.380
;πάπταινε καὶ φρόντιζε A.Pr. 1034
;μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: folld. by a relat. clause,πάντοσε παπταίνων, μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ Il.13.649
, cf. A.Pr. 336; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος, ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον looked about [to see] how.., Il.16.283;πάπτηνεν.., εἴ τις ἔτ' ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Od.22.381
: with Preps.,ἀμφὶ ἓ παπτήνας Il.4.497
, 15.574; ; ;π... κατὰ στίχας 17.84
;πάντῃ π. πρὸς πέτρην Od.12.233
;πάντοσε π. ποτὶ τοίχους 22.24
; π. μεθ' ὁμήλικας look wistfully after his comrades, Hes.Op. 444;πρὸς αὐγάς Parm.15
;εἴσω τῆσδε π. πύλης S.Aj.11
;ἐς γάμον ἄλλης π. AP 7.700
(Diod.): also in later Prose,π. περὶ εὕρεσιν Onos.3.2
;ἐπὶ θάτερα Plu.Pomp.71
;πρός τινα Id.Ant.37
.II c. acc., look round for, look after,παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Il.4.200
;π. Αἴαντα μέγαν 17.115
;π. τὰ πόρσω Pi.P.3.22
;τὰ μακρά Id.I.7(6).44
; παπτάναις ([dialect] Aeol. [tense] aor. 1 part.) ἀρίγνωτον πέδιλον having set eyes on.., Id.P.4.95;εἱρεσίαν ἀδάητον ἔτ' ὄθμασι Hymn.Is.157
; τὸν δ' ἀγρίοις ὄσσοισι π. glaring at him, S.Ant. 1231.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παπταίνω
-
2 φροντίζω
φροντίζω, 1) absol., denken, sich bedenken, nachdenken, Theogn. 908; sorgen, πάπταινε καὶ φρόντιζε Aesch. Prom. 1036; Suppl. 413; auch ungewiß, unentschlossen sein, zweifeln. – 2) c. acc., erwägen, überlegen; τοῦτο ἐφρόντιζον, ὅκως Her. 7, 8,1, vgl. 16, 2; Plat. apol. 29 e neben ἐπιμελεῖσϑαι; auch εἰ –, Gorg. 502 e; φροντίζεϑ' ὡς τούτοις τε καὶ σοφωτέροις πλείοσιν μαχούμενοι Soph. El. 1362; – τινός, für Etwas Sorge tragen, sich um Etwas kümmern, auf Etwas achten; Her. 4, 198; δεσποτῶν Eur. Cycl. 162; μηδὲν ὅρκου φροντί. σῃς Ar. Lys. 915; Plat. ϑεῶν μὴ φροντίζειν Legg. III, 701 c; φροντίζειν τοὺς ϑεοὺς οὐδὲν τῶν ἀνϑρωπίνων X, 888 c; οἱ τῆς ἀληϑείας οὐδὲν φροντίζοντες Crat. 414 d; Folgde; τῶν Λακεδαιμονίων Lys. 12, 77; τῶν λοιπῶν Dem. 1, 11; οὐδὲν φροντίζουσιν αὐτῶν Isocr. 4, 123; – φρόντισον ἐμοὶ ἱμάτιον, besorge mir ein Kleid, Ep. ad. 73 (V, 40); – περί τινος, besorgt, bekümmert um Etwas sein, sich um Etwas kümmern, Her. 8, 36; eben so ὑπέρ τινος, Plat. Euthyphr. 4 d; ὑπὲρ τῆς σωτηρίας Dem. 1, 2; οἳ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε Eur. Hec. 256, der auch vrbdt τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις, ernst und sorgenvoll, Alc. 776. – Pass. Gegenstand der Sorge, Sorgfalt sein, Xen. Hier. 7, 10; πεφροντισμένος, sorgfältig ausgearbeitet, λόγος Philostr.; τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Ael. H. A. 7, 9.
См. также в других словарях:
παπταίνω — Α 1. στρέφω ολόγυρα τα βλέμματα μου, κοιτάζω γύρω μου με οξύ και ερευνητικό βλέμμα («πάντοτε παπταίνων, ὥς τ αἰετός», Ομ. Ιλ.) 2. προσέχω, έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», Αισχύλ.) 3. αναζητώ κάποιον ή κάτι παρατηρώντας γύρω μου… … Dictionary of Greek